αμελκτήρ

αμελκτήρ
(-ήρος) ο подойник, доильник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αμελκτήρ" в других словарях:

  • ἀμελκτῆρα — ἀμελκτήρ milking pail masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… …   Dictionary of Greek

  • αμελκτήρας — ο (Α ἀμελκτήρ) [ἀμέλγω] δοχείο, μέσα στο οποίο αρμέγουν το γάλα, καρδάρα …   Dictionary of Greek

  • mē̆ lĝ - (or melǝĝ -?) (*melǝĝ h-) —     mē̆ lĝ (or melǝĝ ?) (*melǝĝ h )     English meaning: to pluck; to milk     Deutsche Übersetzung: “abstreifen, wischen”, europ. “melken”     Grammatical information: present mēlĝ mi, pl. melĝ més, participle perf. pass. ml̥ĝ tó… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»